- κανηφόρος
- Κατά την αρχαιότητα η παρθένος που κρατούσε κάνιστρο, στο οποίο τοποθετούσαν τα διάφορα αντικείμενα της θυσίας (στέφανος, μαχαίρι, λιβανωτό κλπ.) για να μεταφερθούν μέχρι τον βωμό. Στην Αθήνα χρέη κ. εκτελούσε συνήθως η κόρη εκείνου που θυσίαζε καθώς και κάποια άλλη παρθένα από την οικογένειά του. Στις μεγάλες γιορτές (Ελευσίνια, Διονύσια κ.ά., προπάντων όμως στα Παναθήναια) οι κ. έπαιρναν μέρος στην επίσημη πομπή με επικεφαλής τον δαδούχο. Οι κ. δεν ήταν μόνιμες ιέρειες αλλά παρθένες από τις καλύτερες οικογένειες. Η φράση «αξία το της θεού κανούν (κάνιστρο) φέρει» δείχνει τη σημασία που είχε το ήθος της νέας. Η απόρριψη υποψηφιότητας κάποιας κόρης αποτελούσε μεγάλη προσβολή και γι’ αυτό ο Αρμόδιος, μαζί με τον φίλο του, Αριστογείτονα, αποφάσισε να σκοτώσει τον τύραννο Ίππαρχο επειδή ο τελευταίος δεν επέτρεψε στην αδελφή του να κανηφορήσει. Αντίθετα, τιμούσαν ιδιαίτερα εκείνη που είχε πολλές φορές κανηφορήσει, στήνοντάς της άγαλμα. Ο Πλίνιος αναφέρει κ., έργο του Σκόπα από λευκό λίθο, που δεν διασώθηκε. Στη ζωφόρο του Παρθενώνα εμφανίζονται κ. στην πομπή των Παναθηναίων.
* * *κανηφόρος, -ον (Α)1. αυτός που φέρει κάνιστρο2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κανηφόροςα) τίτλος ιέρειαςβ) στον πληθ. αἱ κανηφόροιi) ονομασία τών παρθένων που κρατούσαν πάνω στο κεφάλι κάνιστρα με τα ιερά σκεύη κατά την τέλεση εορταστικών πομπώνii) τα έργα τέχνης που αναπαριστούσαν τις κανηφόρους.[ΕΤΥΜΟΛ. κανηφόρος < *κανε-η-φόρος (αντί τού αναμενόμενου *κανεο-φόρος) < κάνεον «πανέρι» + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, κερδο-φόρος. Το -η-είναι συνδετικό φωνήεν που εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις αντί τού -ο- (πρβλ. δρεπαν-η-φόρος, ομφαλ-η-τόμος)].
Dictionary of Greek. 2013.